- ὀρειδρόμος
- ὀρει-δρόμος, ον,A running on the hills, Pi.Pae.7.6 (ὀριδρ- Pap.), E.Ba.985 (lyr.), IA[1593], Nonn.D.5.229, 25.194 (v.l. ὀριδρ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορειδρόμος — ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεισ(σ)ι (βλ. λ. όρος [II]) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] … Dictionary of Greek
ὀρειδρόμον — ὀρειδρόμος running on the hills masc/fem acc sg ὀρειδρόμος running on the hills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειδρόμων — ὀρειδρόμος running on the hills masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορειδρομία — ὀρειδρομία, ἡ (Α) [ορειδρόμος] το να τρέχει κάποιος στα όρη, το τρέξιμο ανά τα όρη … Dictionary of Greek
ορεσιδρόμος — ὀρεσιδρόμος και οὐρεσίδρομος καί ὀρεσσιδρόμος, ον (Α) βλ. ορειδρόμος … Dictionary of Greek
ορεσσιδρόμος — ὀρεσσιδρόμος, ον (Α) βλ. ορειδρόμος … Dictionary of Greek
οριδρόμος — ὀριδρόμος, ον (Α) δ. γρφ.) βλ. ορειδρόμος … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek